Κατασκευάστηκε κατά τη δεύτερη οικοδομική φάση των τειχών (γύρω στο 1250 π.Χ.). Τέσσερις μονόλιθοι από αμυγδαλίτη λίθο σχηματίζουν τις δύο παραστάδες, το ανώφλι και το κατώφλι. Η πύλη έκλεινε με διπλή ξύλινη θύρα, η οποία ασφάλιζε με αμπάρα. Στο υπέρυθρο ήταν τοποθετημένες δύο κάθετες αδιακόσμητες πλάκες, οι οποίες πατούσαν στο άκρο μόνο πάνω στο υπέρυθρο, μετατοπίζοντας έτσι το βάρος στις δύο παραστάδες. Στο εσωτερικό της πύλης διαμορφώνεται μικρή εσωτερική αυλή, από όπου ξεκινά ένας δρόμος που οδηγούσε στο μέγαρο. Η ιδιαίτερη μέριμνα για την οικοδόμηση των δύο μεγάλων πυλών της ακρόπολης φανερώνει την αυξημένη γνώση και εμπειρία των Μυκηναίων τεχνιτών.